- φρονιμεύω
- φρονιμεύω, φρονίμεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φρονιμεύω — και φρονιμαίνω φρονίμεψα 1. αμτβ., γίνομαι φρόνιμος, βάζω μυαλό: Όποιος γεννήθηκε ζουρλός ποτέ δε φρονιμαίνει (παροιμ.). 2. γίνομαι εγκρατής, αποφεύγω βλαβερές πράξεις, ενέργειες, συμμορφώνομαι: Από τότε που παντρεύτηκε, φρονίμεψε πια και δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρονιμεύω — φρονιμεύομαι, ΝΑ [φρόνιμος] γίνομαι φρόνιμος, σωφρονίζομαι νεοελλ. γίνομαι εγκρατής … Dictionary of Greek
φρονίμευσις — εύσεως, ἡ, Α [φρονιμεύομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρονιμεύω … Dictionary of Greek
φρονιμαίνω — Ν [φρόνιμος] φρονιμεύω … Dictionary of Greek
φρονιμεύομαι — Α βλ. φρονιμεύω … Dictionary of Greek
πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)